ἀναρτῶνται

ἀναρτῶνται
ἀναρτάω
hang to
pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
ἀναρτάω
hang to
pres ind mp 3rd pl
ἀναρτάω
hang to
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἀναρτάω
hang to
pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
ἀναρτάω
hang to
pres ind mp 3rd pl
ἀναρτάω
hang to
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἀναρτέομαι
to be ready
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric)
ἀναρτέομαι
to be ready
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • ζυγάρι — το [ζυγός] το ανάφορον, ο αναφορέας, ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο άκρες του στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλ. μανέλα …   Dictionary of Greek

  • κακέμονο — ονομασία ιαπωνικών εικόνων, υδατογραφιών, αυτογράφων κ.ά. έργων τέχνης που αναρτώνται στους τοίχους για διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kakemono < ιαπ. kakemono «κρεμαστός»] …   Dictionary of Greek

  • κουρτινόξυλο — το ράβδος, ξύλινη ή μεταλλική, με ή χωρίς περικάλυμμα, από την οποία αναρτώνται οι κουρτίνες …   Dictionary of Greek

  • κόβα — η ναυτ. 1. αλυσίδα ή σχοινί με τα οποία αναρτώνται οι κεραίες τών ιστιοφόρων 2. το μέσο τής κεραίας στα τετράγωνα ιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cova] …   Dictionary of Greek

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

  • παραρτάνη — η ναυτ. κινητή βοηθητική αρτάνη, δηλ. γερό σχοινί με το οποίο αναρτώνται μεγάλα βάρη, όπως οι βοηθητικές βάρκες κ.ά., κν. κοντρακόβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αρτάνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ταμπλώ — και ταμπλό, το, Ν άκλ. 1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας 2. πίνακας ζωγραφικής 3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ τού αυτοκινήτου») 4. φρ. «ταμπλώ θιβάν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”