ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
ζυγάρι — το [ζυγός] το ανάφορον, ο αναφορέας, ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο άκρες του στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλ. μανέλα … Dictionary of Greek
κακέμονο — ονομασία ιαπωνικών εικόνων, υδατογραφιών, αυτογράφων κ.ά. έργων τέχνης που αναρτώνται στους τοίχους για διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kakemono < ιαπ. kakemono «κρεμαστός»] … Dictionary of Greek
κουρτινόξυλο — το ράβδος, ξύλινη ή μεταλλική, με ή χωρίς περικάλυμμα, από την οποία αναρτώνται οι κουρτίνες … Dictionary of Greek
κόβα — η ναυτ. 1. αλυσίδα ή σχοινί με τα οποία αναρτώνται οι κεραίες τών ιστιοφόρων 2. το μέσο τής κεραίας στα τετράγωνα ιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cova] … Dictionary of Greek
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek
παραρτάνη — η ναυτ. κινητή βοηθητική αρτάνη, δηλ. γερό σχοινί με το οποίο αναρτώνται μεγάλα βάρη, όπως οι βοηθητικές βάρκες κ.ά., κν. κοντρακόβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αρτάνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ταμπλώ — και ταμπλό, το, Ν άκλ. 1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας 2. πίνακας ζωγραφικής 3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ τού αυτοκινήτου») 4. φρ. «ταμπλώ θιβάν»… … Dictionary of Greek